- χαμαιγενέων
- χαμαιγενήςearth-bornmasc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαμαιγενής — ές, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που γεννήθηκε στη γη («χαμαιγενέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὀψι γενής, παλαι γενής] … Dictionary of Greek